Τρίτη 9 Ιανουαρίου 2018

Χριστόδουλος και Γιάννης Σβορώνος –Τσιγάντες. Δυο αδέλφια Κεφαλονίτες Στρατιωτικοί, που έγραψαν λαμπρές σελίδες ιστορίας.

Ο Γεράσιμος Σβορώνος – Τσιγάντες από τα Σβορωνάτα της Λειβαθούς, Κεφαλονιάς, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη, όπως οι περισσότεροι Κεφαλονίτες, προς τα τέλη του 19ου αιώνα αφήνει το νησί του και μεταναστεύει στη Ρουμανία. Γίνεται μέλος της μεγάλης και ευημερούσας τότε Ελληνικής παροικίας και εγκαθίσταται στην παραδουνάβια πόλη Τούλτσα (σημερινή Τούλτσεα) κοντά στο εμπορικό κέντρο της πόλης Βραΐλας. Απέκτησε ιδιόκτητο πλωτό μέσο και σαν κύρια ασχολία του είχε τις ποτάμιες κυρίως μεταφορές.

Παντρεμένος με την Ευγενία Αντύπα απέκτησαν τρία παιδιά. Τον Χριστόδουλο στις 30 Ιανουαρίου 1897, τον Γιάννη την 1 Δεκεμβρίου 1897 και δέκα περίπου
χρόνια αργότερα τον Γεώργιο, ο οποίος μετά την ενηλικίωση του πήγε στη Ρουμανία και ασχολήθηκε με το εμπόριο.
Περί τα τέλη του 1900, ο Γεράσιμος Σβορώνος – Τσιγάντες, μετά από σοβαρή ασθένεια, εγκαταλείπει οριστικά τη Ρουμανία και μαζί με την οικογένεια του παλιννοστεί στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Κεφαλονιά, όπου και λίγο αργότερα πέθανε.


Υποστράτηγος Χριστόδουλος Σβορώνος – Τσιγάντες.
Ο μεγαλύτερος γιός της οικογένειας, Χριστόδουλος, μετά το θάνατο του πατέρα του, και κατόπιν παρότρυνσης της μητέρας του, πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη, για σπουδές όπου φιλοξενείται από μία θεία του. Φοίτησε με επιτυχία και περάτωσε τις σπουδές του στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και σε ηλικία 16 ετών επιστρέφει στην Ελλάδα. Επιθυμία του ήταν να ακολουθήσει το στρατιωτικό επάγγελμα και να σταδιοδρομήσει ως Αξιωματικός. Το 1913 ζήτησε σαν « Έλληνας εκ της Αλλοδαπής», να πολιτογραφηθεί στη γενέτειρα του πατέρα του, την Κεφαλονιά και μάλιστα στο χωριό Σβορωνάτα της Λειβαθούς. Την ίδια, επίσης, χρονιά υποβάλει και αίτηση με τα απαιτούμενα δικαιολογητικά στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Παντρεύτηκε στις 17 Ιανουαρίου 1921, τη Ιθακήσια, αλλά μόνιμη κάτοικο της Ρουμανίας Μαρία Δρακούλη. Απέκτησαν δύο γιούς, το Γεράσιμο το 1924 και τον Ελευθέριο το 1935.
Την 1η Φεβρουαρίου 1914 εισέρχεται στη Σχολή Ευελπίδων, με γενικό αριθμό μητρώου 448, για τετραετή φοίτηση, η οποία με νόμο στις 31 Οκτωβρίου 1914 περιορίστηκε σε διετή φοίτηση. Άξιο να σημειωθεί ότι, η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου είχε καταργήσει για πρώτη φορά, τα δίδακτρα στην εν λόγω σχολή. Στις 12 Σεπτεμβρίου 1915 κατατάχθηκε προσωρινά στο Στρατό σαν Ανθυπασπιστής και λόγω της κηρυχθείσας επιστράτευσης τοποθετείται στο Έμπεδο της Λάρισας. Εκεί παρέμεινε μέχρι τις 20 Ιανουαρίου 1916, προαχθείς εν τω μεταξύ και στο βαθμό του Ανθυπολοχαγού. 
Τον ίδιο χρόνο, και ενώ θα έπρεπε να επιστρέψει μαζί με τους άλλους Ευέλπιδες, για συνέχιση των σπουδών του, ο Χριστόδουλος Σβορώνος – Τσιγάντες, εγκαταλείπει τη σχολή και μαζί με άλλους 15 συμμαθητές του καταφεύγει στην Θεσσαλονίκη και προσχωρεί στο φιλοβενιζελικό «Κίνημα Εθνικής Αμύνης». Ήταν τότε 19 ετών. 

Το Κίνημα Εθνικής Αμύνης, ήταν στρατιωτικό-πολιτικό κίνημα, που δημιουργήθηκε στη Βόρεια Ελλάδα, στα νησιά του Αιγαίου και στην Κρήτη, στις 17 Αυγούστου 1916. Επικεφαλής του κινήματος ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Το κίνημα σχημάτισε την λεγόμενη Κυβέρνηση Εθνικής Αμύνης στην Θεσσαλονίκη.

Ο Χριστόδουλος Σβορώνος – Τσιγάντες, ασυμβίβαστος χαρακτήρας, πιθανόν γαλουχημένος με ριζοσπαστικές ιδέες και αντιλήψεις, λόγω της Κεφαλονίτικης καταγωγής του, τάσσεται ιδεολογικά και προσηλώνεται στην παράταξη των Βενιζελικών ή Δημοκρατικών (Φιλελεύθερων), ιδεολογία την οποία θα κρατήσει πιστά μέχρι το τέλος της ζωής του και η οποία θα επηρεάσει αποφασιστικά την στρατιωτική σταδιοδρομία του, αλλά και όλες τις μετέπειτα ενέργειές του. 

Η δράση του στο Μακεδονικό Μέτωπο 1916 – 1918.
Στις 14 Σεπτεμβρίου 1916, τοποθετείται διμοιρίτης του 1ου Λόχου του Α’ Τάγματος Αμύνης, και αρχίζει μια εντυπωσιακή πολεμική δράση του νεαρού αξιωματικού στο Μακεδονικό Μέτωπο. Έλαβε μέρος:
Με το Α’ Τάγμα Αμύνης στις συμμαχικές επιθέσεις στο ποταμό Στρυμώνα, από τις 28 Οκτωβρίου μέχρι τις 14 Νοεμβρίου 1916. Στη μάχη της Τουμπίτσας – Βρεχαντλή, 22 – 24 Νοεμβρίου 1916, όπου τραυματίστηκε σοβαρά στο πεδίο της μάχης. 
Με το 2ο Σύνταγμα Σερρών, στις συμμαχικές επιχειρήσεις στον ποταμό Αξιό, από τις 16 Δεκεμβρίου 1916, μέχρι 30 Ιουνίου 1917 και στην αιματηρή επίθεση, στην τοποθεσία Σκρά ντι Λέγκεν στις 17 Μαΐου 1917. 
Με την ΙΙΙη Μεραρχία Πεζικού, στη γενική συμμαχική επίθεση προς βορρά και στην προέλαση της Μεραρχίας μέχρι την πόλη Πιρότ, στο εσωτερικό της Σερβίας, από τις 4 Σεπτεμβρίου μέχρι τις 8 Νοεμβρίου 1918. 
Στις 13 Δεκεμβρίου 1917 προήχθη στο βαθμό του Υπολοχαγού. 
Παρέμεινε στο Μακεδονικό Μέτωπο, από τον Σεπτέμβριο 1916, μέχρι τον Οκτώβριο 1918, όπου διακρίθηκε για την τόλμη του και τον απαράμιλλο ηρωισμό του. Στις διαδοχικές σημειώσεις του ο Συνταγματάρχης Χ. Τσερούλης γράφει: «επέδειξεν αυταπάρνησιν μη ευκόλως συναντωμένην». Εκτός από την πολεμική δράση του, άριστος γνώστης της Γαλλικής γλώσσας, προσέφερε και υπηρεσίες σαν σύνδεσμος με τις Γαλλικές δυνάμεις του μετώπου. 
Ο Χριστόδουλος Τσιγάντες επίσης, συμμετείχε με ειδική αποστολή, από 6 Μαρτίου μέχρι 14 Απριλίου, στο Ελληνικό Εκστρατευτικό Σώμα στην Ουκρανία – Βεσαραβία, στις επιχειρήσεις των συμμαχικών δυνάμεων εναντίων των Ρώσων Μπολσεβίκων, που είχαν επικρατήσει στην Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917. 27 Απριλίου 1919 προάγεται στο βαθμό του Λοχαγού.
Μικρασιατική Εκστρατεία 1919 – 1920.
Τον Ιούλιο του 1919, Λοχαγός Χριστόδουλος Τσιγάντες, μετατέθηκε στην Μεραρχία Αρχιπελάγους. Από τη θέση του υπασπιστή του Μεράρχου, ακολούθησε τη Μεραρχία από τις 24 Ιουνίου μέχρι τις 28 Οκτωβρίου, στις επιθετικές επιχειρήσεις στο Αϊδίνιο, Πέργαμο, Σόμα και Κιρκαγάτς. Το Νοέμβριο του ίδιου έτους αναλαμβάνει Διοικητής του Τάγματος Φρουράς Σμύρνης, όπου παρέμεινε μέχρι το Φεβρουάριο του 1920. Στη συνέχεια τοποθετήθηκε στο Γραφείο Επιχειρήσεων, του νεοσυγκροτηθέντος στη Σμύρνη Α’ Τμήματος του Γενικού Στρατηγείου του Ελληνικού Στρατού. Όταν άρχισαν όμως οι πολεμικές επιχειρήσεις, προς ανατολάς, έτρεξε στην πρώτη γραμμή του μετώπου, για να αγωνισθεί ως πεζός αξιωματικός και να διακριθεί. 
Την 1η Νοεμβρίου 1920, διεξήχθησαν βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα. Στις εκλογές αυτές έχασε ο Ελευθέριος Βενιζέλος και την κυβέρνηση ανέλαβε ο φιλοβασιλικός Δημήτριος Γούναρης, ο οποίος μετά από δημοψήφισμα επανέφερε τον εξόριστο βασιλιά Κωνσταντίνο. Η κυβέρνηση Γούναρη ανακάλεσε στην ενεργό υπηρεσία πάρα πολλούς αντιβενιζελικούς Αξιωματικούς , και τους έστειλε στο μέτωπο, ενώ παράλληλα προχώρησε σε εκκαθάριση του στρατού από τους Βενιζελικούς Αξιωματικούς. Σε μικρό διάστημα, μετά την ανάληψη της κυβέρνησης από τον Γούναρη, ο Χριστόδουλος Τσιγάντες, σαν Βενιζελικός Αξιωματικός βρίσκεται στην Ελλάδα και στη διάθεση του φρουραρχείου Αθηνών και αργότερα της Τριπόλεως. Στη συνέχεια αναγκάζεται να παραιτηθεί από το Στρατό, μεταβαίνει στην Ρουμανία όπου και συνάπτει και το γάμο του . 
Τον Απρίλιο του 1921, αξίωσε και πέτυχε, να επιστρέψει στο Στρατό και να σταλεί στην Μικρά Ασία, μάλλον ως έφεδρος Αξιωματικός, εκ μονίμων, και να τοποθετηθεί Διοικητής Λόχου στο 12 Σύνταγμα Πεζικού, που βρισκόταν στη πρώτη γραμμή. Έλαβε μέρος στις μάχες: Ανεγκιόλ, Αλατζά Νταγ, Εσκί Σεχίρ, Σαγγαρίου και Σαπάντζας. Στις 12 προς 13 Αυγούστου 1921, κατά τη διάρκεια της μάχης της Σαπάντζας, ο Λοχαγός Τσιγάντες τραυματίστηκε σοβαρά. Μεταφέρθηκε σε στρατιωτικό νοσοκομείο και έλαβε αναρρωτική άδεια μέχρι τις 27 Οκτωβρίου 1921. Επίσης, εδώ πρέπει να αναφερθεί ότι το διάστημα, Απριλίου – Οκτωβρίου 1921, ταυτόχρονα με τον Λοχαγό Τσιγάντε στη Μικρά Ασία υπηρέτησε και η μητέρα του Ευγενία Αντύπα, ως Εθελόντρια Αδελφή Νοσοκόμα, του Ερυθρού Σταυρού. 
Ο Χριστόδουλος Τσιγάντες, μετά το τέλος της αναρρωτικής αδείας του, διακόπτει εκουσίως την στρατιωτική υπηρεσία του, πηγαίνει στη Ρουμανία, όπου παρέμεινε περίπου ένα χρόνο, για να επιστρέψει ξανά τον Οκτώβριο του 1922, να τοποθετηθεί στο Υπουργείο Στρατιωτικών και να αναλάβει τη θέση του Γραμματέα της Ανακριτικής Επιτροπής, που ασχολιόταν με την υπόθεση της Στρατιωτικής Επανάστασης του 1922. 

Στη συνέχεια, υπηρέτησε για μικρό διάστημα στη Σχολή Ευελπίδων και με δική του επιθυμία τοποθετήθηκε στη Στρατιά του Έβρου. Εκεί υπηρέτησε διαδοχικά: Στο Στρατηγείο της Στρατιάς από 1η Ιανουαρίου μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1923, στο Γ΄ Σώμα Στρατού, και στη ΧΙη Μεραρχία Πεζικού μέχρι το Μάρτιο του 1924. Στις 15 Δεκεμβρίου 1923 προάγεται στο βαθμό του Ταγματάρχη.
Από το 1924 μέχρι το 1929 υπηρέτησε: Στο 50 Σύνταγμα Πεζικού στη Θεσσαλονίκη, στο Ιο Τάγμα Προκαλύψεως στη Φλώρινα, στην Ελληνική Πρεσβεία στο Βουκουρέστι και στη Σχολή Υπαξιωματικών Κερκύρας. Επίσης φοίτησε στην Ανωτέρα Σχολή Πολέμου, και την αντίστοιχη σχολή, στο Παρίσι, όπου και διακρίθηκε. Στο Παρίσι, ακόμη, πήρε δίπλωμα πολιτικών και οικονομικών επιστημών. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, τοποθετείται, στο Γενικό Επιτελείο Στρατού, στο 18ο Τάγμα Πεζικού στη Σάμο και στο 22ο Σύνταγμα Πεζικού στη Μυτιλήνη μέχρι το στρατιωτικό κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935. Το 1934 προήχθη στο βαθμό του Αντισυνταγματάρχη.
Το 1932, επί κυβερνήσεως Ελευθερίου Βενιζέλου, ιδρύθηκε η μυστική οργάνωση «ΕΣΟ» (Εθνική Στρατιωτική Οργάνωση), την οποίαν αποτελούσαν κυρίως Βενιζελικοί Αξιωματικοί. Μεταξύ αυτών ήταν και οι αδελφοί, Χριστόδουλος και Γιάννης Τσιγάντες, εκ των φανατικότερων Βενιζελικών Αξιωματικών, οι οποίοι πήραν μέρος στο στρατιωτικό κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935, που σκοπό είχε την ανατροπή της κυβέρνησης Παναγή Τσαλδάρη. Το κίνημα όμως απέτυχε και οι αδελφοί Τσιγάντε, μαζί με άλλα ηγετικά στελέχη οδηγούνται σε δίκη, με τη κατηγορία της «εσχάτης προδοσίας». Το Στρατοδικείο τους επιβάλει ποινή «ισόβιας κάθειρξης» και «στρατιωτική καθαίρεση». Σταθερός στις πεποιθήσεις του ο Χριστόδουλος Τσιγάντες, παραμένει στις φυλακές μέχρι το τέλος του 1935. Με την παλινόρθωση όμως της βασιλείας και την επιστροφή στο θρόνο του Γεωργίου Β΄, παίρνει χάρη και αποφυλακίζεται. Αργότερα επί δικτατορίας Μεταξά εξορίζεται και το Νοέμβριο του 1936 εγκαθίσταται στη Ρουμανία, μέχρι το 1939 το Φθινόπωρο, όπου βρέθηκε στην Αίγυπτο. 
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος έχει πλέον αρχίσει. Ο Χριστόδουλος Τσιγάντες, βρισκόμενος στην Αίγυπτο και μη μπορώντας να μένει άπραγος, ζητά, από το γνωστό του Γάλλο στρατηγό Ζωρζ, να καταταγεί στο Γαλλικό Στρατό. Το κατορθώνει και αρχικά τοποθετείται στο Γαλλικό Σώμα Στρατού της Αλγερίας. Μετά την ανακωχή Γαλλίας – Γερμανίας, με τις διασυνδέσεις που είχε εν τω μεταξύ αποκτήσει, κατατάσσεται στην «Λεγεώνα των Ξένων», με το βαθμό του Λοχαγού και την ιδιότητα του «ξένου» και στη συνέχεια αποσπάται στο Επιτελείο των «Ελεύθερων Γαλλικών Δυνάμεων», στο Κάϊρο. Έλαβε μέρος, στο πλευρό των Γάλλων, σε μάχες κατά των Ιταλικών δυνάμεων, στην κατάληψη του Κέρεν (27 Μαρτίου 1941), στην απεγνωσμένη έξοδο της Γαλλικής Φρουράς από την οχυρωμένη θέση Μπιρ Χακέιμ, στην οποία αξίζει να πούμε ότι, έφυγε τελευταίος δείχνοντας τα ψυχικά και πνευματικά του προσόντα, την ψυχραιμία του αλλά και τον άφθαστο ηρωισμό του. Επίσης συμμετείχε στις πολεμικές επιχειρήσεις των συμμάχων στην Τυνησία, τον Φεβρουάριο και το Μάρτιο του 1943. 
Μετά το Μπιρ Χακέιμ, ο Χριστόδουλος Τσιγάντες, έρχεται στο Κάϊρο που βρισκόταν η εξόριστη Ελληνική Κυβέρνηση και η Ηγεσία των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων της Μέσης Ανατολής. Ο τότε Υπουργός Στρατιωτικών Παναγιώτης Κανελλόπουλος, στις 17 Ιουνίου 1942, με απόφαση του (31372/17-6-1942) τον ανακαλεί στην ενεργό υπηρεσία, μαζί με άλλους αξιωματικούς που είχαν εξέλθει του στρατεύματος, για πολιτικούς λόγους και προάγεται στο βαθμό του Συνταγματάρχη αναδρομικά από το 1938.
Από τις 15 Σεπτεμβρίου 1942, ο Χριστόδουλος Τσιγάντες με διαταγή του Υπουργού Στρατιωτικών Παναγιώτη Κανελλόπουλου, αναλαμβάνει την Οργάνωση και τη Διοίκηση του Ιερού Λόχου. Του γνωστού αξιοζήλευτου επίλεκτου στρατιωτικού τμήματος που έμελε να γίνει ο «Θρύλος» των μετέπειτα γενεών, για την τεράστια προσφορά του στον αγώνα της απελευθέρωσης. Ο Συνταγματάρχης Χριστόδουλος Τσιγάντες είχε μια επιτυχημένη ενάσκηση διοικήσεως του Ιερού Λόχου επί τρία συνεχόμενα έτη (1942 – 1945), ανέδειξε τη σπάνια ηγετική φυσιογνωμία του, τα μοναδικά ψυχικά, ηθικά και πνευματικά προσόντα του και την έμφυτη διπλωματική δεξιοτεχνία του. Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, υπουργός των Στρατιωτικών γράφει στο βιβλίο του «Ιστορικά Δοκίμια»: «……Και θα γινόταν, τάχα, ο «Ιερός Λόχος» που απαρτίστηκε μόνο από αξιωματικούς θρυλικός, αν δεν αποφάσιζα να είναι ανεξάρτητη μονάδα και δεν ανέθετα την οργάνωση και τη διοίκηση του στο Συνταγματάρχη Χριστόδουλο Τσιγάντε;»
Από το έτος 1945 μέχρι το έτος 1947, ο Χριστόδουλος Τσιγάντες, αναλαμβάνει Διοικητής της Ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής στα Δωδεκάνησα, που σκοπό είχε να διευκολύνει τη Βρετανική Στρατιωτική Αποστολή. Η παρουσία και μόνο τις προσωπικότητας του Τσιγάντε στα Δωδεκάνησα, με τα σπάνια προσόντα του, δημιούργησε τις κατάλληλες προϋποθέσεις, για την ομαλή ένωση τους με την Ελλάδα. Στις 25 Νοεμβρίου 1946 προάγεται στο βαθμό του Ταξιάρχου.
Αμέσως μετά την επιστροφή του από τα Δωδεκάνησα, αναλαμβάνει σύμβουλος για στρατιωτικά θέματα, του Πρωθυπουργού Θεμιστοκλή Σοφούλη, ενώ τέλος Μαΐου 1947, αποσπάται στην Ελληνική Αποστολή στη Νυρεμβέργη της Γερμανίας, που τότε δικάζονταν οι Γερμανοί εγκληματίες πολέμου. Τον Ιούλιο του ιδίου έτους επιστρέφει στην Αθήνα και συνεχίζει σαν σύμβουλος του Πρωθυπουργού. 
Στις 12 Σεπτεμβρίου 1947, τοποθετήθηκε διοικητής της 76ης Ταξιαρχίας στα Δολιανά Ηπείρου, θέση την οποία δεν αποδέχθηκε. 25 Νοεμβρίου 1947, προάγεται στο βαθμό του Υποστρατήγου, και τοποθετείται Ανώτερος Στρατιωτικός Διοικητής Ευβοίας. Την 1η Μαΐου 1948, ο Χριστόδουλος Τσιγάντες, παραιτείται από τα στρατιωτικά αξιώματα, κατόπιν αιτήσεώς του και σε ηλικία 51 ετών. 

Μετά την αποστρατεία του, επισκεπτόταν πολλές περιοχές τις Ελλάδας που γινόταν ακόμα πολεμικές επιχειρήσεις και έστελνε ανταποκρίσεις σε διάφορες εφημερίδες. Δούλεψε σαν σχολιαστής και αρθρογράφος στις εφημερίδες, «Ελευθερία», «Έθνος» και «Νέα». Χρημάτισε Γενικός Διευθυντής του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας (Ε.Ι.Ρ.) και Δημοτικός Σύμβουλος στο Δήμο της Αθήνας. Είχε βάλει υποψηφιότητα για βουλευτής, στις εθνικές εκλογές του 1950,1956 και 1958 με το Κόμμα των Φιλελευθέρων, χωρίς όμως να εκλεγεί. Το 1967 δεν αποδέχθηκε το στρατιωτικό καθεστώς των Συνταγματαρχών, της 21ης Απριλίου, σαν φανατικός δημοκρατικός. 

Ο Χριστόδουλος Σβορώνος – Τσιγάντες, στις αρχές του 1970, κτυπήθηκε από την επάρατη νόσο. Μετά τη διάγνωση έφυγε από την Ελλάδα και πήγε στην Αγγλία για να νοσηλευθεί. Στο πλευρό του, εκτός από την οικογένεια του, στάθηκε ο συμπολεμιστής του στη Μέση Ανατολή, Λόρδος George Jellicoe και ο Έλληνας Πρεσβευτής στο Λονδίνο Συνταγματάρχης Ιωάννης Σορόκος. Επίσης, μεγάλο ενδιαφέρον για την υγεία του έδειξαν, Άγγλοι και Γάλλοι, που είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν και να συνεργαστούν μαζί του, στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Διαισθανόμενος το τέλος της ζωής του, ο Χριστόδουλος Τσιγάντες, εκμυστηρεύτηκε στον φίλο του George Jellicoe ότι, τελευταία του επιθυμία ήταν, «μετά τον θάνατο του, να αποτεφρωθεί και η τέφρα του να παραμείνει στην Αγγλία, μέχρι να αποκατασταθεί η Δημοκρατία στην Ελλάδα». 
Στις 12 Δεκεμβρίου 1970, ο Στρατηγός Χριστόδουλος Σβορώνος – Τσιγάντες έκλεισε τα μάτια του για πάντα. Πέρασε στην Ελληνική Ιστορία και τάχθηκε μεταξύ των ηρώων της. Ο Λόρδος George Jellicoe πραγματοποίησε ακριβώς την επιθυμία του. Στις 12 Σεπτεμβρίου 1977, μετά από επιμνημόσυνη δέηση και μια συγκινητική ομιλία του Λόρδου Jellicoe, στον ορθόδοξο καθεδρικό Ναό της Αγίας Σοφίας στο Λονδίνο, η τέφρα του Στρατηγού έρχεται στην Αθήνα. 14 Σεπτεμβρίου 1977, μετά από τελετή και ομιλίες, η τέφρα του εναποτίθεται στον τάφο του αδελφού του Γιάννη Τσιγάντε, στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Ο Στρατηγός Κυριάκος Παπαγεωργόπουλος, στην ομιλία του, έδωσε την υπόσχεση ότι, η θέση εκείνη ήταν προσωρινή, μέχρι να ολοκληρωθεί το μνημείο του Ιερού Λόχου που κατασκευάζονταν στο Πεδίο του Άρεως, όπου και θα αναπαυθεί οριστικά στο Μαυσωλείο του μέσα στο μνημείο. Έτσι μετά από τέσσερα χρόνια η υπόσχεση πραγματοποιήθηκε και από τότε αναπαύεται στο Μαυσωλείο στο Πεδίο του Άρεως.

Γιάννης Σβορώνος – Τσιγάντες.
Ο Γιάννης Σβορώνος – Τσιγάντες, αφού τελείωσε το Γυμνάσιο, εισήχθη στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, σαν φοιτητής στο Χημικό τμήμα. Πιθανή ημερομηνία εισαγωγής του το 1915. Επηρεασμένος απ’ τον αδελφό του Χριστόδουλο, που ήδη ήταν Αξιωματικός, διέκοψε την τη φοίτηση του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και κατόπιν εισαγωγικών εξετάσεων, πέτυχε και μπήκε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Αποφοίτησε πρώτος μεταξύ 55 συμμαθητών του, τον Ιούλιο του 1920, και με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού πήγε στο μέτωπο της Μικράς Ασίας. Τοποθετήθηκε στο 4ο Σύνταγμα Αρχιπελάγους, το μετονομασθέν το Δεκέμβριο 1920, σε 22ο Σύνταγμα Πεζικού και ανήκε στη VIIη Μεραρχία.
Ο Ανθυπολοχαγός Γιάννης Τσιγάντες έλαβε μέρος σε πολλές πολεμικές επιχειρήσεις, με άριστη πολεμική δράση, μέχρι την κατάρρευση του μετώπου το 1922, ενώ το Μάρτιο του 1921, στη μάχη της Κοβαλίτσας τραυματίστηκε σοβαρά, με επτά τραύματα. Μετά την επιστροφή του από τη Μικρά Ασία υπηρέτησε σε μονάδες και επιτελεία του Ελληνικολυ Στρατού όπως: 50ο Σύνταγμα Πεζικού, Υπουργείο Στρατιωτικών (Υπασπιστής Υπουργού), Γ’ Σώμα Στρατού, Προεδρία της Δημοκρατίας, Σχολή Υπαξιωματικών, 22ο Σύνταγμα Πεζικού, Γενικό Επιτελείο Στρατού, Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Αξίζει να σημειώσουμε εδώ, για καταλάβουμε το χάρισμα της ευστροφίας του, ότι αποφοίτησε πρώτος από τη Σχολή Πεζικού, τον Απρίλιο του 1933. Ήταν η δεύτερη πρωτιά του μετά την αποφοίτησή του από τη σχολή Ευελπίδων. Επίσης το 1935, σαν Λοχαγός, επέτυχε στις εξετάσεις της Ανωτέρας Σχολής Πολέμου, χωρίς όμως να φοιτήσει.
Δημοκρατικότατος Αξιωματικός, φανατικός Φιλοβενιζελικός κι αυτός, όπως και ο αδελφός του Χριστόδουλος, συμμετείχε στο Κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935, και μάλιστα ως ηγετικό στέλεχος. Αποστολή του ήταν, η κατάληψη της Σχολής Ευελπίδων, στην οποία και απέτυχε. Στη συνέχεια, συνελήφθηκε, φυλακίστηκε και παραπέμφθηκε στο στρατοδικείο με την κατηγορία της «Εσχάτης Προδοσίας». Η ποινή ήταν η ίδια με του αδελφού του: Ισόβια δεσμά, απόταξη από το στρατό και καθαίρεση από το βαθμό του Λοχαγού. Κλείστηκε στις φυλακές της Αίγινας και μετά την αμνηστία ζούσε εξόριστος στα Κύθηρα.
Στον Πόλεμο του 1940 – 41 δεν συμμετείχε, αν και το επιζητούσε, γιατί είχε μεταφερθεί στην τάξη του Στρατιώτη. Στις αρχές του 1942, κατά τη διάρκεια της κατοχής, διέφυγε διακινδυνεύοντας από την Ελλάδα προς τη Μέση Ανατολή και έφθασε το Φεβρουάριο του 1942 στη Χάϊφα. Από εκεί πήγε στο Κάϊρο όπου στις 17 Ιουνίου 1942, ανακλήθηκε στην ενεργό υπηρεσία του Στρατού, και ταυτόχρονα πήρε το βαθμό του Ταγματάρχη. Δέχεται και αναλαμβάνει οικειοθελώς, αρχηγός μιας ολιγομελής ομάδας, που αφού εφοδιάστηκε με χρήματα και άλλα εφόδια, αναχώρησε από τη Βυρηττό για την κατεχόμενη Ελλάδα, με ειδική αποστολή. Η αποστολή του ήταν, να οργανώσει Μυστικό Πόλεμο και να ενώσει, τις τότε Αντιστασιακές Οργανώσεις κάτω από μια ενιαία διοίκηση κοινής εμπιστοσύνης. Έφθασε στην Ελλάδα τον Αύγουστο του 1942. Αμέσως αρχίζει η μεγάλη και συνεχής δράση του για την οργάνωση του Αντιστασιακού Αγώνα κατά του κατακτητή. Ο Γιάννης Τσιγάντες δημιουργεί μια από τις σπουδαιότερες Αντιστασιακές Οργανώσεις Μυστικού Πολέμου, με το όνομα «ΜΙΔΑΣ 614». Πέντε μήνες, με κίνδυνο της ζωής του, ο ακούραστος και ριψοκίνδυνος Κεφαλονίτης Αξιωματικός, προσέφερε πάρα πολλά στον Αγώνα κατά των κατακτητών. Σχεδίαζε και εκτελούσε, τολμηρές αντιστασιακές ενέργειες, με τις οποίες προξενούσε σοβαρά πλήγματα στον εχθρό.
Στις 14 Ιανουαρίου 1943, έμελε να γραφεί ο θλιβερός επίλογος και να σταματήσει το μεγάλο Αντιστασιακό έργο, του ένθερμου Έλληνα Ταγματάρχη Γιάννη Τσιγάντε. Ένας επίλογος, που ίσως κρύβει μέσα του ένα απ’ τα κακά της φυλής μας, την προδοσία. Ένας επίλογος, που ίσως κάποιοι είχαν βάλει στόχο κάποια απ’ τα εφόδια, που κουβαλούσε μαζί του απ’ το Κάϊρο, και που θα διατίθεντο για τον Αγώνα κατά του κατακτητή. Ένα άγνωστο τηλεφώνημα πληροφορούσε τις Κατοχικές Αρχές, ότι, στην οδό Πατησίων 86, κρυβόταν ένας «Άγγλος» Ταγματάρχης. Αμέσως μια ισχυρή Ιταλική δύναμη έφθασε στην συγκεκριμένη διεύθυνση και αφού επακολούθησε μια αιματηρή συμπλοκή, με τον Ταγματάρχη Γιάννη Τσιγάντε, είχε σαν αποτέλεσμα τον ηρωικό θάνατό του. Λίγο αργότερα προβιβάστηκε σε Αντισυνταγματάρχη, με το της Ανδραγαθίας, «Έπεσεν μαχόμενος εις συμπλοκήν μετά Ιταλικής δυνάμεως…»
Η Ελλάδα για να τον τιμήσει, τοποθέτησε στην Αθήνα, στην διασταύρωση των οδών Πατησίων και Αλεξάνδρας, τη μαρμάρινη προτομή του Αντισυνταγματάρχη Γιάννη Τσιγάντε. Το όνομά του έχει δοθεί σε πέντε δρόμους: Στο Αργοστόλι Κεφαλονιάς, στου Παπάγου, στην Καλλιθέα, και στο Βόλο.
Επίλογος.
Οι αδελφοί Χριστόδουλος και Γιάννης Σβορώνος – Τσιγάντες, αν και θα μπορούσαν να ακολουθήσουν έναν πολύ πιο εύκολο δρόμο στη ζωή τους, δεν το έκαναν. Διέθεταν όλα τα προσόντα εκείνα, που τους έδιναν την ευκαιρία να σταδιοδρομήσουν σε άλλους τομείς και να ζήσουν μια πολύ άνετη ζωή. Διάλεξαν όμως, να ακολουθήσουν τον πιο δύσκολο, τον πιο κουραστικό, τον πιο ανηφορικό δρόμο. Έναν δρόμο, που όμως, είναι χαραγμένος, για να τον διαβαίνουν μόνο οι λεβέντες, οι γενναίοι και οι ήρωες. Και αυτό ήταν οι αδελφοί Τσιγάντε και όχι μόνο. Η υπερβολική αγάπη τους για την Πατρίδα, σε συνδυασμό με την ακραιφνή πίστη τους στη Δημοκρατία, κάτι που δεν συμβάδιζε με το επάγγελμα τους, τους έκαναν διαφορετικούς απ’ τους άλλους. Για την Πατρίδα και τη Δημοκρατία πόνεσαν, μάτωσαν, κατηγορήθηκαν, φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν. Όμως δεν λύγισαν. Συνέχισαν, μέσα σε μια δύσκολη εποχή για την Ελλάδα, γεμάτη πολιτικά μίση και πάθη, πέρα από ατομικές επιδιώξεις, να είναι πιστοί στις ιδέες τους. Γενναίοι στρατιώτες, μεγάλοι Ηγήτορες, ριψοκίνδυνοι, παράτολμοι, δεξιοτέχνες στη διπλωματία, συνάμα και κοσμοπολίτες. Δυο σπάνιες προσωπικότητες, με πολλά στρατιωτικά χαρίσματα και άλλες ικανότητες, αναγνωρισμένες, όχι μόνο από φίλους και αντιπάλους, εντός των Ελληνικών συνόρων, αλλά και με μια εξαιρετική φήμη εκτός των Ελληνικών συνόρων. Όσοι συνεργάστηκαν μαζί τους, τόσο οι Έλληνες όσο και οι ξένοι, δεν έπαυαν να εκφράζουν την αγάπη τους, τον θαυμασμό τους και την εμπιστοσύνη τους στα πρόσωπα των αδελφών Τσιγάντε. Η προσφορά τους, στον αγώνα για την απελευθέρωση ήταν καθοριστική. Και όταν ακόμη, η επίσημη Ελλάδα, τους είχε καθαιρέσει απ’ τα αξιώματά τους και τους είχε αναγκάσει να αυτοεξοριστούν, αυτοί τη συγχωρούσαν και έδιναν το εθελοντικό παρών τους για να αγωνιστούν στο πλευρό της και να της προσφέρουν την πολυπόθητη λευτεριά της. Γι’ αυτή τη λευτεριά, ο μικρότερος αδελφός Γιάννης Τσιγάντες, έδωσε το αίμα του. Και το έδωσε εθελοντικά.
Τελειώνοντας θα τολμήσω να πω ότι, σαν γνήσιοι απόγονοι των Ριζοσπαστών, του Αντύπα και των άλλων Κεφαλονιτών αγωνιστών, γαλουχημένοι με την ένδοξη ιστορία της ιδιαίτερης πατρίδας μας της Κεφαλονιάς, έκαναν αυτό που όριζε η συνείδησή τους. Να αγωνισθούν για την πατρίδα τους και να δώσουν ακόμη και το αίμα τους, για τα απαράγραπτα δικαιώματα της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της δημοκρατίας.
Διαβάζοντας την ιστορία των αδελφών Τσιγάντε, διακατέχεται κανείς από ανάμεικτα συναισθήματα. Συναισθήματα θαυμασμού, υπερηφάνειας, συγκίνησης, για τη φιλοπατρία τους, για τη γενναιότητα τους, τη λεβεντιά τους, τον ηρωισμό τους, την προσήλωση τους στην ελευθερία και στη Δημοκρατία. Αλλά και συναισθήματα οργής, θυμού, αγανάκτησης και πικρίας, γιατί βλέπουμε την Ελλάδα που γέννησε τη δημοκρατία να την κατηγορεί, να την φυλακίζει, να την τιμωρεί, να την καταδιώκει, να την εξορίζει. Και ακόμη ότι, στην Ελλάδα, που γεννά Ήρωες, πάντα πίσω από έναν Ήρωα, παραφυλάει κι ένας Εφιάλτης.
Σπύρος Ματιάτος.


ΠΗΓΕΣ - ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Αντιστράτηγου ε.α. Χρήστου Σ. Φωτόπουλου «Υποστράτηγος Χριστόδουλος Τσιγάντες 1897 – 1979».
Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρου Λαρους Μπριτάνικα.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου