Παραμονή των
εκλογών,
το βράδυ του
Σαββάτου,
στη
Λειβαθώ τρωγόπιναν
αυτοί του Μιχαλάτου.
με τη
Συμπολιτεία.
Πρόσχαροι
ανεβήκαν χθες
στο βάθρο στη
πλατεία.
—
Και όπως ήταν
φυσικό
σ’ αυτό το
φαγοπότι,
είχανε οικοδέσποινα,
όχι
οικοδεσπότη.
—
Ήταν η
αντιδήμαρχος,
ήταν η
Κρυσταλλία!
Σ’ ολόκληρη τη
Λειβαθώ
κρατάει τα
πρωτεία.
—
Αυτή
λοιπόν τ’ οργάνωσε.
Θα το
θυμούνται χρόνια!
Δικοί της είν’
οι …μάγειροι,
δικά της τα
…γκαρσόνια.
—
Δικά της και
τα υλικά.
Δεν πάει αυτή
…μαρκέτα.
Κρέας, πατάτες
και κρασιά,
πουλερικά και
φέτα.
—
Όλοι οι
υποψήφιοι
περίμεναν
μερίδα,
να σβήσουνε
την πείνα τους
είχανε την
ελπίδα.
—
Και αρχινά το
μοίρασμα.
Μα η δύναμη
της πέννας,
θα πει πως
τους σερβίρισε,
τι έφαγε ο
καθένας.
—
Πρώτον
λοιπόν σερβίρισε
το Νιόνιο το
Μινέτο,
που ‘ναι και
κοντοχωριανοί
και
πάντα παν πακέτο.
—
Μικρή μερίδα
του βαλε.
Μ’
έκπληξη, είδαμ’ όλοι!
Για να
χορτάσει έτρεξε,
να φάει στ’
Αργοστόλι.
—
Σ’ αυτόν που
αβέρτα έδινε,
ήταν στον
Κωνσταντάτο!
Αφού του έβαζε
φαί
κι απ’ το δικό
της πιάτο!
—
Γιατί ήθελε
οπωσδήποτε
ο Νιόνος να
χορτάσει,
για ν’
αποκτήσει δύναμη
και ν’
αναλάβει δράση.
—
Σε κείνον που
δεν θα ‘θελε
να δώσει ούτε
άρτο,
ήτανε στον
απρόβλεπτο
το Γιώργο
Λασκαράτο.
—
Μόνος του
σερβιρίστηκε.
Και τούτο έχει
βάση!
Μερίδα έβαλε
αρκετή,
ο ίδιος να
χορτάσει.
—
Ο Μοσχονάς
ετσίμπησε.
Μα ήταν πολύ
λίγο.
Κρίμα, ο
Μιχάλης νηστικός;
Κουβέντα δεν
ανοίγω.
—
Δίπλα ο
Γελάρδος, πείναγε.
Γρυλίζαν
τ’ άντερά του.
Δύο σουβλάκια
του δωσε!
κι ήτανε
πολλά του.
—
Ο Ανδρεάτος
στα κρυφά
πήρε δυο
παϊδάκια.
-Βαγγέλη εδώ
είν’ η Λειβαθώ
παράτα τα
κολπάκια-.
—
Τη Βαλιανάτου
Γιασεμή,
την είχε
ξεχασμένη.
Στο σούπερ
μάρκετ ήτανε
θα ήρθε
…φαγωμένη.
—
Μες τους
παρευρισκόμενους
βλέπω και τον
Κοκκόση.
Μα μάταια
περίμενε
μερίδα να του
δώσει.
—
Εις τα
Βλαχάτα, σ’ το χωριό
πήρ’ ένα
μεζεδάκι,
τόξερε
και δεν του δώσε
ούτε λίγο
κρασάκι.
—
Πιο κει
καθόταν ο Φωκάς
μαζί με το
Ματιάτο.
Κοψίδι δεν
τους σέρβιρε,
δεν έδωσε καν
πιάτο!
—
Αφού λοιπόν
επείσθηκαν
πως δεν θα
τους σερβίρει,
για τη λιγούρα
έτρωγαν
λιγάκι
ψωμοτύρι.
—
Ήτανε κι
άλλοι. Δύο; Τρείς;
Μα δεν τους
αναφέρω.
Γιατί δεν
έβαλαν μπουκιά
στο στόμα και
το ξέρω.
—
Τα σάλια τους
ετρέχανε
σαν τα
ψητά περνούσαν!
Μάγια
λες να τους έκανε
και δεν τα
ακουμπούσαν;
—
Δες τε
την οικοδέσποινα.
Ευγενική
καθόλα!
Μα οι δικοί
της μάγειροι
σ’ αυτή τα
δίναν όλα!
—
Έτρωγε και δε
χόρταινε.
Πω-πω ρε τι
στομάχι!
Πρώτη φορά το
βλέπουμε
ετούτο το
ταμάχι!
—
Γρήγορα και με
τακτική
άδειαζε
λαμαρίνες.
Η πείνα
της είναι να μπει
μες το βιβλίο
Γκίνες!
—
Κι αφού όλα τα
πάστρεψε
τρώει κι ένα
ζυγούρι!!!
Στο τέλος
επροσπάθησε,
να φάει και το
…Σαμούρη!
——–
Το Ζιζάνιο τ’
Αργοστολιού
Εστάλη στον Τηλεβόα Κεφαλονιάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου