Κώστα Ευαγγελάτου, Εγκάρσια πτήση
Είναι συνήθης πρακτική να βαφτίζεται μία
ποιητική συλλογή με την αξιοποίηση ενός χαρακηριστικού ποιήματός της ή ενός
ιδιαίτερου στίχου της ή και κάποιας μικρής φράσης ή ομάδας λέξεών της. Άλλοτε
προκρίνεται η πρακτική αυτή για το εύηχο ή το προβλητικό του περιεχομένου της,
άλλοτε γιατί λειτουργεί ως σλόγκαν και άλλοτε, το ουσιαστικότερο αυτό, επειδή
οι λέξεις του τίτλου αποτελούν ή σχηματίζουν ως λεκτικά κλειδιά βασικές
έννοιες, με ιδιαίτερη εννοιοδότηση και ιδεολογικό βάθος.
Και η «πτήση» και η «εγκάρσια» κίνηση συνιστούν κρίσιμες έννοιες για τον Κώστα
Ευαγγελάτο: ίπταται ο ποιητικός λόγος του, όπως υπερίπταται η ζωγραφική του,
και κινείται εγκάρσια, οδηγώντας μας στο κάθετο ύψος
αλλά και στο κάθετο βάθος
με την αδήριτη πτώση του ιπταμένου, καίρια γνωρίσματα της ιδιοσυστασίας του
ποιητή, της ψυχής και του σώματός του, μεγεθών που λειτουργούν στο όλο έργο
του, εικαστικό και λογοτεχνικό, με ξεχωριστό πάθος τόσο κατά μόνας όσο και ως
αγαπητική ενότητα, ως ερωτικό σύνολο ή σύμπλεγμα:
Εκτέλεση ψυχρής ζωής.
Βουλιάζεις στον πυθμένα
με κροκοδείλια δάκρυα.
ή
Στερεό ή υγρό
το έδεσμα
δεν κάνει για αερικά.
Η Εγκάρσια πτήση, συλλογή που έρχεται ως σύνοψη και
αποτίμηση, θα λέγαμε, της έως τώρα ποιητικής, ορθότερα σύνολης της
καλλιτεχνικής, πορείας του Ευαγγελάτου αποτελεί σύνθεση πολυθεματικών
ψυχογραφιών, βιωματικών εμπειριών, ερωτικού πάθους και εξιδανίκευσης του
ερωμένου προσώπου. Είναι ένας αποκαλυπτικός καθρέφτης σε σκοτεινό θάλαμο, αν
μας επιτρέπεται το οξύμωρο, με την έννοια ότι η συνήθως κρυπτική γραφή του ή τα
ξέφωτά της, οσάκις ο ίδιος ο ποιητής αφήνεται ενδίδοντας να τα δείξει, δεν
είναι εύκολα αναγνώσιμα και αναγνωρίσιμα. Πρέπει να εθιστεί στο σκότος ο
αναγνώστης για να δει μυστηριωδώς παραμορφωμένα μέσα στον βυθό του καθρέφτη
δίπλα στο πρόσωπό του πτυχές και σκηνές από τις περιπετειώδεις ανόδους και τις
καταβαραθρώσεις που κολπώνουν την εξελικτική διαδρομή του ανθρώπου, του
καλλιτέχνη και ποιητή Ευαγγελάτου, ο οποίος «αποθηκεύει» τις εμπειρίες του, δεν
αποσιωπά τις οδύνες ούτε και τις ηδονές από τα τραύματά του. Αφήνει μόνο τον
αναγνώστη του να τα διαγνώσει, πρακτική που καθοδηγεί τον τελευταίο στην
αξιολόγηση με τρόπο ομοιοπαθητικό και των δικών του τραυματικών εμπειριών,
πληγών ερωτικών ως επί το πλείστον ή παρενέργειές τους στιγματικές στην
ψυχοσύνθεσή μας:
Εγκάρσια πτήση
στο απύθμενο του «είναι»
φορτίζει κύτταρα
του σύμπαντος της γνώσης
με καλπασμό αγάπης κυβικής.
[...]
Ο κόσμος που ταξίδεψες Υπάρχει.
Κάθε ψυχή που ταξιδεύει Ζει.
Το πολυθεματικό τού βιβλίου δεν συνιστά αδυναμία ενότητας. Είναι τμήματα
ερατεινά και εμπαθή της ζωής και του έργου του ποιητή, που συναρμολογούμενα
συναποτελούν την εικόνα του. Το πρώτο μέρος (σ. 11-16) αποτελείται από
ολιγόστιχα δίστιχα (και ενίοτε δύστυχα), τρίστιχα και τετράστιχα συνθέματα, με
ιδιότυπη ρίμα ή ρυθμικά πεζόμορφα, που αποτυπώνουν αντιφατικά, ψαύοντας, με
πόνο ή με πάθος, τους τύπους των ήλων και εκφράζοντας τους δύο κόσμους του
ποιητή, τον αισθησιακό και τον πνευματικό με τις αμοιβαίες επιδράσεις τους. Ο
θάνατος και η μνήμη ως ελιξήριό του, η μνημονική ανάκληση του ερωτικού
προσώπου, η αβελτηρία και η υποκρισία των πολλών, η αγνωμοσύνη, η εγκατάλειψη,
η στέρηση, η μοναξιά, η απιστία, οι ενοχές αλλά και η επιστροφή στο έθος της
αμαρτίας, ένα παράπονο διάχυτο για όλα αυτά, παράπονο είτε για το ατελέσφορο
είτε για το ατυχώς ή ανάξια τελεσθέν, όλα παραπέμπουν στην παντοκρατορία του
έρωτα, που κυριαρχεί χωρίς συμβάσεις, ανελέητα, με τη λέξη να αποκτά μέση
σημασία, ανελέητα προς την αποθέωση και το αγαθό, και ανελέητα προς την
ισοπέδωση ή την εκμηδένιση:
Των απολίδων είμ’ ο θυρεός
κι ο τραγικός της νύχτας σκύλος.
Της μέρας είμ’ ο ίσκιος ο χλωμός
και της αρχαίας γυμνότητας ο φίλος.
Μόνος στο ύψος του βουνού
πόνου ωδές με συνειρμούς συνθέτω
κι αν το κορμί μου άναρχα αποθέτω.
Υπάρχει πάντα η ελπίδα του Θεού.
Στο δεύτερο μέρος (σ. 17 και εξής) τα ποιήματα είναι έντιτλα, πολύστιχα ή ολιγόστιχα
αδιακρίτως, που ως ενότητες αυτή τη φορά και όχι ως γνωμικά ή αποφθέγματα, όπως
στο πρώτο μέρος, αποδίδουν παρεμφερείς με τα πρώτα έννοιες, όπου η αφή και η
γεύση αναδεικνύουν την εγκαρσιότητα, με αυθιστορικό και αυτοβιογραφικό υλικό εν
είδει εξομολόγησης, μετάνοιας ή ανατροπής, υλικό τραυματικό, έντονα και πάλι
αντιφατικό και διαπορητικό μπροστά στις τεχνικές κοινωνικές επιταγές ενός διπόλου, ενός διχαζόμενου δρόμου, όπως εκείνου του αρχαίου της αρετής και της κακίας, που ο ποιητής όμως τους χαράζει σε αναπόφευκτα παράλληλες ζώνες και όχι αντιθετικά τεμνόμενες ηθικές οδούς. Στο τμήμα αυτό συγκεκριμένα ποιήματα (σ. 31-37) με ζωντανά, και συχνά ασπαίροντα, χρώματα συνδυάζονται με τόπους, σε συνειρμούς τέτοιους, στους οποίους η τέλεση της όποιας πράξης, συνάπτεται με την ερωτική διάσταση του τόπου ή της πόλης, όπως στο ακόλουθο ποίημα για τον Αίνο, το μυστικοπαθές για τα τελούμενα επάνω του όρος Κεφαλονιάς, ένας άλλος εξ ίσου μυστικοπαθής Υμηττός, ποίημα της εναλλαγής του ύψους με το τέλμα:
Βουλιάζει η πόλη
με ρυθμούς παλιάς μαντολινάτας.
Στην κορυφή του Αίνου
ανατέλλουν αετοί
ίριδες αναγέννησης.
Η συλλογή του Κώστα Ευαγγελάτου θέτει ευθέως τον αναγνώστη της στο μεγάλο
δίλημμα, αν η λέξη «αμάρτημα» είναι το αρχαίο σφάλμα, το αναπόφευκτο ολίσθημα
που οδηγεί στη γνώση και την επίγνωση ή αν είναι το ηθικό παράπτωμα, όπως
ενοχικά το εννοιοδότησε ο χριστιανισμός, αν και φρόντισε ιεροπρεπώς να του
δώσει το αντίδοτο-διέξοδο της μεταμέλειας, όχι ως φιλοσοφικής γνώσης αλλά ως
συναίσθησης της ταπείνωσης και απαρχής μιας καινής ζωής, μιας αναγέννησης που
νομοτελειακά ή μοιραία θα επανακάμπτει στην πανάρχαια πηγή του αμαρτωλού
ολισθήματος.
Άρωμα κήπου που βλασταίνει.
Χρώμα τριαντάφυλλων και κρίνοι.
Στρωμένο γιορτινό τραπέζι
πρόσχαρη η ζωή ξεδίνει.
Όλα σαν σήμερα σβησμένα.
Στων φαγητών τη γεύση πόνος.
Πλάνα χλωμής ανατριχίλας
εγώ να γράφω στίχους μόνος.
Θεοδόσης Πυλαρινός
Καθηγητής της Νεοελληνικής
Λογοτεχνίας Ιονίου Πανεπιστημίου
(πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Η
Κεφαλονίτικη Πρόοδος,περίοδος β΄,τεύχος 2).
------------------------------ ----------
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου