"Ποτέ μου δεν θα έπαιζα  τη διαπραγμάτευση της Ελλάδας σαν ένα παιχνίδι πόκερ ή μπλακ τζακ" τονίζει κατηγορηματικά ο Γιάνης Βαρουφάκης σε άρθρο του στους  New York Times. "Η Ελλάδα αποζητά την καλύτερη δυνατή λύση, παραμένοντας όμως αμετακίνητη σε κόκκινες γραμμές που έχει θέσει για την ανάκαμψη της οικονομίας" επισημαίνει.

Προσθέτει ακόμη ότι "η διαφορά της νέας κυβέρνησης από τις προηγούμενες είναι ότι είναι αποφασισμένοι να συγκρουστούν με τα συμφέροντα και παράλληλα να μην αφήσουν τους πιστωτές μας να αντιμετωπίσουν τη χώρα σαν αποικία κράτους".

Ολόκληρο το άρθρο έχει ως εξής:


Γράφω αυτό το κομμάτι στο περιθώριο μιας κρίσιμης διαπραγμάτευσης με τους πιστωτές της χώρας μου - το αποτέλεσμα της οποίας θα μπορούσε να σημαδέψει μια γενιά και να σηματοδοτήσει μια αλλαγή πολιτικής στο πείραμα της Ευρώπης για νομισματική ένωση.

Οι θεωρητικοί του παιχνιδιού κάνουν αναλύσεις σαν να επρόκειτο για μια απλή μοιρασιά της πίτας που περιλαμβάνει εγωιστές παίκτες. Ακριβώς επειδή πέρασα πολλά χρόνια της ζωής μου ως ακαδημαϊκός ερευνώντας τη θεωρία των παιγνίων, κάποιοι αναλυτές βιάστηκαν να προϋποθέσουν πως σαν υπουργός οικονομικών της Ελλάδας, έφτιαχνα επιμελώς μπλόφες, στρατηγικές και επιλογές εκτός του τραπεζιού, παλεύοντας να βελτιώσω ένα "κακό χαρτί". Τίποτα δεν μπορεί να υπάρξει πέρα από την αλήθεια.

Αν η ενασχόλησή μου με τη θεωρία των παιγνίων με έπεισε για κάτι, αυτό είναι πως θα ήταν καθαρή τρέλα να σκεφτώ τις παρούσες διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και τους εταίρους της σαν παιχνίδι που θα κερδηθεί ή θα χαθεί μέσω μπλοφών και τακτικών υπεκφυγών.

Το πρόβλημα με τη θεωρία των παιγνίων, όπως συνήθιζα να λέω στους φοιτητές μου, είναι ότι παίρνει ως δεδομένο το κίνητρο των παικτών. Σε ένα παιχνίδι πόκερ ή μπλακ τζακ αυτή η παραδοχή δεν παρουσιάζει προβλήματα. Αλλά στις παρούσες συνομιλίες ανάμεσα στους Ευρωπαίους εταίρους και τη νέα ελληνική κυβέρνηση, το όλο εγχείρημα είναι να διαμορφώσουμε νέα κίνητρα. Να διαμορφώσουμε μια φρέσκια νοοτροπία που διαπερνά τις εθνικές διαφορές, διαλύει τη διάκριση πιστωτή-οφειλέτη προς όφελος μια πανευρωπαϊκής προοπτικής και τοποθετεί το κοινό ευρωπαϊκό συμφέρον πάνω από μικροπολιτικές, δόγμα που αποδεικνύεται τοξικό αν επεκταθεί και πάνω από νοοτροπίες εμείς-εναντίον-εκείνων.

Σαν υπουργός οικονομικών μιας μικρής, πιεσμένης οικονομικά χώρας που στερείται της δικής της κεντρικής τράπεζας και που αντιμετωπίζεται από πολλούς εταίρους μας ως προβληματικός οφειλέτης, είμαι πεπεισμένος πως έχουμε μια μόνο λύση: να παρακάμψουμε κάθε πειρασμό να αντιμετωπίσουμε μια τέτοια σημαντική στιγμή σαν στρατηγικό πείραμα και αντίθετα, να παρουσιάσουμε με ειλικρίνεια τα γεγονότα που αφορούν στην ελληνική οικονομία, να θέσουμε στο τραπέζι τις προτάσεις ανάπτυξης της Ελλάδας, να εξηγήσουμε γιατί αποτελούν συμφέρουσες επιλογές για την Ευρώπη και να αποκαλύψουμε τις κόκκινες γραμμές πέραν των οποίων το λογικό και το καθήκον μας απαγορεύει να προχωρήσουμε.

Οι μεγάλες διαφορές ανάμεσα στην τωρινή κυβέρνηση και τις περασμένες ελληνικές κυβερνήσεις είναι δύο: Είμαστε αποφασισμένοι να συγκρουστούμε με συμφέροντα για να επανεκκινήσει η Ελλάδα και να κερδίσουμε πάλι την εμπιστοσύνη των εταίρων μας. Είμαστε επίσης αποφασισμένοι να μην μας μεταχειριστούν σαν αποικία χρέους που πρέπει να υποφέρει. Η αξίωση μεγαλύτερης λιτότητας για την πιο πιεσμένη οικονομία θα ήταν γραφική, αν δεν προκαλούσε ακόμη περισσότερο, μη απαραίτητο, πόνο.

Συχνά με ρωτούν: Κι αν ο μόνος τρόπος να εξασφαλίσετε τη χρηματοδότηση είναι να περάσετε τις κόκκινες γραμμές και να δεχτείτε μέτρα που θεωρείτε μέρος του προβλήματος, παρά λύση του; Πιστός στην αρχή πως δεν έχω το δικαίωμα να μπλοφάρω, η απάντησή μου είναι: Οι γραμμές που παρουσιάσαμε ως κόκκινες δεν θα διαρρηχθούν. Σε διαφορετική περίπτωση, δεν είναι ειλικρινά κόκκινες, αλλά μια μπλόφα.

Κι αν αυτό προκαλέσει περισσότερο πόνο στο λαό σας; Με ρωτούν. Σίγουρα πρέπει να μπλοφάρετε απαντώ.

Το πρόβλημα είναι πως η γραμμή αυτών των επιχειρημάτων προκαταβάλει, μαζί με τη θεωρία των παιγνίων, πως ζούμε σε μια τυραννία συνεπειών. Πως δεν υπάρχουν συνθήκες που μπορούμε να επιλέξουμε, όταν πρέπει να κάνουμε το σωστό, όχι ως στρατηγική αλλά απλώς επειδή είναι... σωστό.

Απέναντι σε τέτοιο κυνισμό η νέα ελληνική κυβέρνηση θα είναι πρωτοπόρος. Θα αντισταθούμε, με οποιοδήποτε κόστος, σε συμφωνίες που είναι λάθος για την Ελλάδα και λάθος για την Ευρώπη. Το παιχνίδι της "επέκτασης και της προσποίησης" που ξεκίνησαν αφότου το χρέος της Ελλάδας έγινε μη βιώσιμο το 2010 θα τελειώσει. Τέλος στα δάνεια - όχι μέχρι να έχουμε ένα αξιόπιστο πλάνο ανάπτυξης ώστε να ξεπληρώσουμε αυτά τα δάνεια, να βοηθήσουμε τη μεσαία τάξη να πατήσει πάλι στα πόδια της και να ανταποκριθούμε στην λυσσαλέα ανθρωπιστική κρίση. Όχι άλλες "μεταρρυθμίσεις" που στοχεύουν στους φτωχούς συνταξιούχους και τους φαρμακοποιούς-οικογενειάρχες, αφήνοντας παράλληλα την εκτενέστατη διαφθορά άθικτη.

Η κυβέρνησή μας δεν ζητά από τους εταίρους έναν τρόπο να ξεπληρώσει το χρέος. Ζητάμε μερικούς μήνες οικονομικής σταθερότητας που θα μας επιτρέψει να ξεκινήσουμε τις μεταρρυθμίσεις που ο ελληνικός λαός μπορεί να υποστηρίξει και να αντέξει, ώστε να επιστρέψουμε στην ανάπτυξη και να τελειώσουμε με αυτή την αδυναμία να πληρώσουμε τις υποχρεώσεις μας.

Κάποιος μπορεί να σκεφτεί πως αυτή η απόσυρση της θεωρίας των παιγνίων επιβάλλεται από μια ριζοσπαστική αριστερή ατζέντα. Όχι και τόσο. Η βασική επιρροή εδώ είναι ο Εμανουέλ Κάντ, ο Γερμανός φιλόσοφος που μας έμαθε πως η λογική και η ελεύθερη έξοδος από την αυτοκρατορία των σκοπιμοτήτων συμβαίνει με το να κάνει κανείς το σωστό.

Πως ξέρουμε πως η μετριοπαθής μας πολιτική ατζέντα, που περιέχει κόκκινες γραμμές, είναι σωστή με βάση τον Καντ; Το γνωρίζουμε απλά κοιτώντας κατάματα τους πεινασμένους στους δρόμους των πόλεών μας ή αντιμετωπίζοντας την αγχωμένη μεσαία τάξη, ή λαμβάνοντας υπόψη το συμφέρον των σκληρά εργαζόμενων σε κάθε ευρωπαϊκό χωριό και πόλη μέσα στην ευρωζώνη. Στο κάτω, κάτω, η Ευρώπη θα κερδίσει και πάλι την ψυχή της, όταν κερδίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών, βάζοντας τα δικά τους συμφέροντα στο επίκεντρο.